- νοστιμεύομαι
- νοστιμεύομαι, νοστιμεύτηκα βλ. πίν. 18——————Σημειώσεις:νοστιμεύομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή.Σημαίνει → επιθυμώ κάτι έντονα, το λαχταράω.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
νοστιμεύω — (Μ νοστιμεύω) [νόστιμος] 1. καθιστώ κάτι εύγευστο, νόστιμο («η ντομάτα νοστιμεύει το φαγητό») 2. (για έδεσμα) αποκτώ ευχάριστη γεύση, γίνομαι νόστιμος («το φαγητό νοστίμεψε με το βούτυρο που έβαλες») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι κομψό,… … Dictionary of Greek
νοστιμεύω — και νοστιμίζω νοστίμεψα, νοστιμεύτηκα 1. μτβ., κάνω κάτι νόστιμο: Η σάλτσα νοστιμεύει το φαγητό. 2. μτφ., κάνω κάτι ευχάριστο, κομψό: Η ζώνη νοστίμεψε το φόρεμά σου. 3. αμτβ., γίνομαι νόστιμος, αποχτώ ευχάριστη γεύση: Βάλε αλάτι νανοστιμέψει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)